κοιλοπόνεμα

κοιλοπόνεμα
το, -ατος
οι πόνοι της κοιλιάς στη γέννα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοιλοπόνημα — και κοιλοπόνεμα, το [κοιλοπονώ] οι πόνοι τής κοιλιάς κατά τη γέννα, οι ωδίνες τού τοκετού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”